Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Οι διεθνείς νομισματικοί σεισμοί και το ελληνικό οικονομικό τσουνάμι

Δεν πρόκειται να διαφωνήσω πως η ελληνική οικονομία έχει προβλήματα, ούτε και να αμφισβητήσω το μέγεθος και το βάθος αυτών. Ίσως, όμως, είναι καλό να αναρωτηθεί κανείς, γιατί αυτά τα προβλήματα δεν είχαν δημιουργήσει πρόβλημα όλα τα προηγούμενα χρόνια και γιατί φαντάζουν τόσο ανυπέρβλητα σήμερα. Η βασικότερη αιτία δεν είναι αμιγώς οικονομική αλλά πατά με το ένα πόδι στην πραγματική και με το άλλο στη χρηματιστηριακή / χρηματοπιστωτική οικονομία.

Η παγκόσμια οικονομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το δανεισμό και ο τελευταίος επιτυγχάνεται μέσα από την ‘αγορά δανείων’, με την έκδοση κρατικών ομολόγων. Τα ομόλογα αποτελούν μία ‘ομολογία’ του κράτους ότι χρωστά χρήματα και ότι δεσμεύεται να πληρώνει τους τόκους και τις δόσεις του μέχρι την εξόφληση του συνολικού ποσού του δανείου.

Όμως η αγορά ομολόγων (δανείων) είναι χρηματιστηριακή και τα επιτόκια δανεισμού ανεβοκατεβαίνουν όπως οι χρηματιστηριακοί δείκτες. Έτσι, προκειμένου ένα κράτος να προγραμματίσει τον κρατικό του προϋπολογισμό πρέπει να προβλέψει το επιτόκιο με το οποίο θα μπορέσει να δανειστεί. Όσο το επιτόκιο παραμένει εντός του εύρους της πρόβλεψης, το κράτος δεν πρέπει να έχει κανένα πρόβλημα να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του. Αν, ωστόσο, για τον οποιοδήποτε λόγο, το επιτόκιο του δανεισμού αυξηθεί πέρα από το προβλεπόμενο εύρος, το κράτος αρχίζει να έχει πρόβλημα χρηματοδότησης των αναγκών του, το οποίο μεγαλώνει ανάλογα με την αύξηση του κόστους δανεισμού.

Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας με το επιτόκιο των 10ετών της ομολόγων να είναι, το Σεπτέμβριο του 2009, στο 4,5% και τον Απρίλιο του 2010, στο 7,40%, καταγράφοντας μία αύξηση της τάξης του 65% σε έξι μήνες και με το επιτόκιο του 5αετούς ομολόγου να αυξάνεται κατά 125% και του 2ετούς κατά 464% στο ίδιο διάστημα, κάνοντας δυσβάσταχτη έως απαγορευτική τη χρηματοδότηση των αναγκών της χώρας. Αυτό το χρηματοπιστωτικό σοκ προκάλεσε βαρύτατες οικονομικές συνέπειες για την Ελλάδα αλλά εξυπηρέτησε και ωφέλησε τόσο τις ΗΠΑ, όσο την Ευρώπη και την Ασία.

Οι ΗΠΑ, έχοντας καταφέρει να επιστρέψουν σε θετική ανάπτυξη του ΑΕΠ τους, πληθωρίζοντας την οικονομία τους μέσω ενός ασύλληπτου σε μέγεθος δανεισμού και χρησιμοποιώντας ως μοχλό τη χρηματιστηριακή ανάπτυξη, χρειάζονταν μία ενίσχυση του δολαρίου, προκειμένου να περιορίσουν τις επερχόμενες πληθωριστικές πιέσεις και να έχουν περιθώρια να ξεκινήσουν έναν δεύτερο γύρο πτώσης του δολαρίου, σε περίπτωση που αυτό χρειαστεί στο μέλλον.

Στην Ασία, η εκρηκτική ανάπτυξη της Κίνας, η οποία στο α’ τρίμηνο του 2010 είδε το ΑΕΠ της να αυξάνεται κατά 11,9% σε ετήσια βάση (ρεκόρ τριετίας), οδήγησε στην ανάπτυξη και των περιφερειακών οικονομιών, της Σιγκαπούρης, της Μαλαισίας, της Ταϊβάν κλπ με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν από υπερθέρμανση των οικονομιών τους και αύξηση του πληθωρισμού και έτσι να έχουν ανάγκη από την ανατίμηση των νομισμάτων τους. Καθώς το κινεζικό γουάν είναι συνδεδεμένο στο δολάριο και καθώς τα υπόλοιπα περιφερειακά ασιατικά νομίσματα επηρεάζονται καταλυτικά από το γουάν, ο μόνος τρόπος για να ανατιμηθούν ήταν μέσα από τη χρηματιστηριακή ανατίμηση του δολαρίου. Έτσι, ΗΠΑ και Ασία χρειάζονταν μία αύξηση του δολαρίου, το οποίο βρισκόταν, από το Μάρτιο του 2009 και μετά, σε ελεύθερη πτώση.

Προκειμένου να επιτευχθεί η αντιστροφή της πτωτικής τάση του δολαρίου επισπεύτηκαν μία σειρά από τα ‘εκτελεστικά όργανα’ του έξυπνου χρήματος, δηλαδή οργανωμένα κεφάλαια τα οποία έχουν εξειδίκευση στις χρηματιστηριακές ‘επιθέσεις’ εναντίον νομισμάτων, με επικεφαλής αυτών τον Σόρος, ο οποίος έχει γράψει χρηματιστηριακή ιστορία με τις επιθέσεις του εναντίον την αγγλικής λίρας, την οποία και διέλυσε το 1992 αλλά και τις επιθέσεις του στα νομίσματα των ‘ασιατικών τίγρεων’ που προκάλεσαν την κρίση του 1997.

Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη, ζητούσε μία πτώση του ευρώ όπως ο διψασμένος αναζητεί μία όαση στη μέση της ερήμου και το τελευταίο πράγμα που σκόπευε να κάνει ήταν να υπερασπιστεί το νόμισμα της. Έτσι, η άνοδος του δολαρίου πέρασε μέσα από την πτώση του ευρώ και αυτή ενορχηστρώθηκε με βασικό όργανο της ορχήστρας την Ελλάδα, η χρηματιστηριακή επίθεση εναντίον της οποίας οδήγησε στην απογείωση του κόστους δανεισμού της, στην ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία χρηματοδότηση των αναγκών της, στη μεγέθυνση των οικονομικών της προβλημάτων, στο διασυρμό της μέσω των διεθνών ΜΜΕ που συνεργάζονται με το έξυπνο χρήμα και τελικά στο δρόμο για το ΔΝΤ.

Θα μπορούσε στη θέση της Ελλάδας να ήταν η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Ιταλία αλλά δυστυχώς η χώρα μας έγινε η νο1 υποψήφια για το ρόλο του ‘κακού παιδιού’ της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαιτίας μίας σειράς, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένων χειρισμών της. Έτσι, εν μέσω των διεθνών νομισματικών σεισμών και της προσπάθειας των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, η Ελλάδα οδηγήθηκε σε ένα οικονομικό τσουνάμι και μετρά, ήδη, της απώλειες της, την ώρα που οι υπόλοιποι μετρούν τα κέρδη τους.

'Περίεργα’ στοιχεία για την ελληνική κρίση αποκαλύπτουν εκθέσεις του ΔΝΤ (μέρος 1ο)
Σύμφωνα με το άρθρο IV του συμφωνητικού του ΔΝΤ με τις χώρες μέλη, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο συντάσσεται από διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ μία έκθεση συμπερασμάτων για την πορεία έκαστης χώρας η οποία και της κοινοποιείται, αφού πρώτα έχει πραγματοποιηθεί επίσκεψη σε αυτήν από μία ομάδα του ΔΝΤ, η οποία συλλέγει οικονομικά, λογιστικά και στατιστικά στοιχεία και συζητά με τους ιθύνοντες για τις οικονομικές εξελίξεις και την οικονομική τους πολιτική. Αντίστοιχες εκθέσεις καταρτίζονται και από την ΕΕ για τις χώρες μέλη της.

Με την Ελλάδα να διασύρετε διεθνώς τους τελευταίους μήνες εξαιτίας της οικονομικής της κατάστασης, να ‘τιμωρείται’ με δραματική αύξηση του κόστους δανεισμού της, να 'διαφημίζεται’ ως η 4η πιθανότερη χώρα προς πτώχευση στον κόσμο και να εξωθείται προς έναν μηχανισμό στήριξης ‘Φρανκεστάιν’, δημιούργημα της Γερμανίας και του ΔΝΤ, είναι ενδιαφέρον να δούμε τί κρύβεται στα συμπεράσματα παλαιότερων εκθέσεων του ΔΝΤ (και της ΕΕ) για την Ελλάδα, τόσο στην δεκαετία του ‘90 όσο και του 2000 και να τα συγκρίνουμε με τα τρέχοντα, για να διαπιστώσουμε αν, πράγματι, η σημερινή οικονομική κατάσταση είναι τόσο τραγική όσο περιγράφεται, αν, όντως, αποκλίνει αρνητικά σε μεγάλο βαθμό από αυτήν προηγούμενων ετών και δεκαετιών, αν αποτέλεσε μία δυσάρεστη έκπληξη για την ΕΕ, το ΔΝΤ και τις αγορές, αν χειροτέρεψε έναντι των υπόλοιπων χωρών εντός και εκτός Ευρώπης και τελικά αν η στροφή προς το ΔΝΤ ήταν αναπόφευκτη εξαιτίας της οικονομικής πραγματικότητας ή αν συνέβη και συμβαίνει κάτι διαφορετικό το οποίο αξίζει να αποκαλυφθεί και να εξεταστεί.

Σύγκριση του έτους κρίσης, 2010, με τις δεκαετίες ανάπτυξης του ‘90 και 2000

Σήμερα, στην περίοδο της ‘ελληνικής κρίσης’, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υπολογίζεται στο 110% - 114%, το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 12,7%, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στο 8,8%, τα επιτόκια δανεισμού (βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου) κατά μέσο όρο στο 7%, η ανεργία στο 10,6%, η ανάπτυξη του ΑΕΠ στο –1% με –2% και ο πληθωρισμός στο 3,9%.

Σύγκριση με τη δεκαετία του ‘90 (προ ευρώ)

Σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, το ελληνικό χρέος κυμάνθηκε, κατά μέσο όρο, στο 110% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 6%, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στο –13,5%, τα επιτόκια δανεισμού, περίπου, στο 13%, η ανεργία στο 10%, η ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 2,5% και ο πληθωρισμός πάνω από 7%.

Έτσι, όσον αφορά στο χρέος και στην ανεργία η οικονομική κατάσταση, σήμερα, είναι ίδια με αυτήν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, όσον αφορά στα επιτόκια δανεισμού και στον πληθωρισμό είναι μακράν καλύτερη, όσον αφορά στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών καλύτερη, ενώ είναι 2 φορές χειρότερη όσον αφορά στο δημοσιονομικό έλλειμμα και σαφώς χειρότερη ως προς την ανάπτυξη του ΑΕΠ αφού σήμερα είναι αρνητική.

Σύγκριση με τη δεκαετία του ‘00 (μετά ευρώ)

Στη δεκαετία του 2000, το χρέος κυμάνθηκε στο 105% του ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 5%, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών στο 11%, τα επιτόκια δανεισμού στο 5,5%, η ανεργία στο 10%, η ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 3,5% –4% και ο πληθωρισμός στο 3,5% – 4%.

Έτσι, όσον αφορά στο χρέος και στην ανεργία η οικονομική κατάσταση, σήμερα, είναι ίδια και με αυτήν σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘00, το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι 150% μεγαλύτερο, τα επιτόκια δανεισμού είναι κατά 30% υψηλότερα, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι μικρότερο, η ανάπτυξη του ΑΕΠ και πάλι μικρότερη, αφού στο 2010 είναι αρνητική, ενώ ο πληθωρισμός κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα.

Είναι το χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα οι αιτίες της ελληνικής κρίσης;

Από την παραπάνω σύγκριση είναι προφανές, πως η σημερινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας δεν είναι χειρότερη από αυτή των προηγούμενων 10 και 20 ετών ως προς το χρέος, την ανεργία, τον πληθωρισμό και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Όσον αφορά στο επιτόκιο δανεισμού η Ελλάδα δανείστηκε, σε όλη τη δεκαετία του ‘90, με κόστος 85% μεγαλύτερο από το τρέχον και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 με κόστος 30% χαμηλότερο από το τρέχον, με το μέσο κόστος δανεισμού και στις δύο δεκαετίες στο 9,25%, δηλαδή αρκετά υψηλότερο από τη τρέχον. Επομένως η μόνη διαφορά του σήμερα με το χθες έγκειται στο δημοσιονομικό έλλειμμα και το ρυθμό ανάπτυξης.

Ξεκινώντας από το δεύτερο, σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία, που δημοσιεύτηκε στις 26 Ιανουαρίου του 2010, η καταγραφή αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, με το μέσο ρυθμό ανάπτυξης των αναπτυγμένων οικονομιών (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα) να έχει βουλιάξει στο –8.2% στα μέσα του 2008 και με την ανάρρωση να καταγράφεται μόνο μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, όπως των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Βρετανίας κλπ.

Όσον αφορά στο πρώτο, το δημοσιονομικό έλλειμμα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, αυτό αυξήθηκε δραματικά διεθνώς και αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα στις χώρες που κατάφεραν να περάσουν από αρνητική σε θετική ανάπτυξη του ΑΕΠ, καθώς προσπαθούν να βοηθήσουν τις οικονομίες τους να σταθεροποιηθούν πριν λάβουν μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος, πολιτική που το ΔΝΤ ‘χαιρετίζει’ και ‘υποστηρίζει’.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση του ΔΝΤ για τη Γερμανική οικονομία, η οποία δημοσιεύτηκε στις 30 Μαρτίου του 2010, διαβάζουμε τα εξής: ‘Η (γερμανική) κυβέρνηση αύξησε τις δημόσιες δαπάνες, προχώρησε σε μείωση της φορολογίας και χρηματοδότησε νέες θέσεις εργασίας με αποτέλεσμα να δώσει ώθηση στην καταναλωτική ζήτηση στο 2009 αλλά επίσης αύξησε και το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3,25% από 0,2% τον προηγούμενο χρόνο, με στόχο να αυξηθεί περαιτέρω στο 5,7% του ΑΕΠ το 2010, δηλαδή σχεδόν στο διπλάσιο από το όριο της συμφωνίας σταθερότητας της ΕΕ. Οι διοικητές του ΔΝΤ χαιρετούν τη στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία συνδυάζει τη βραχυπρόθεσμη στήριξη της οικονομίας με τη δέσμευση για την λήψη μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Επίσης, (οι διοικητές του ΔΝΤ) υποστηρίζουν τη συνέχιση της πολιτικής τόνωσης της οικονομίας καθώς η ανάρρωση παραμένει εύθραυστη και βλέπουν την ανάγκη για την αρχή λήψης δημοσιονομικών μέτρων όταν πια η ανάρρωση γίνει αυτόνομη και δε χρειάζεται τη στήριξη της κυβέρνησης, κάτι που προβλέπεται να συμβεί στο 2011. Στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, οι διοικητές του ΔΝΤ θεωρούν πως το να καταφέρει η Γερμανία να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους της Ευρώπης θα τη βοηθήσει να προετοιμαστεί για τις προκλήσεις που πηγάζουν από τον υψηλό μέσο όρο ηλικίας του πληθυσμού της αλλά και θα ενισχύσουν την δημοσιονομική πολιτική σε ολόκληρη την ευρωζώνη.”

Έτσι, με τη Γερμανία να αυξάνει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά 2,750% προκειμένου να στηρίξει την οικονομία της και να τη βοηθήσει να περάσει από αρνητική σε θετική ανάπτυξη, προγραμματίζοντας τη λήψη μέτρων μείωσης του αφού πρώτα η οικονομία της σταθεροποιηθεί και με το ΔΝΤ να επικροτεί και να στηρίζει ξεκάθαρα αυτήν την πολιτική, φαίνεται, τουλάχιστον, παράξενο, ότι Γερμανία, ΔΝΤ και αγορές ‘μαστιγώνουν’ την Ελλάδα για την αύξηση του δημοσιονομικού της ελλείμματος εν καιρώ κρίσης και της επιβάλλουν μία εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική με αυτήν που ακολουθούν οι Γερμανοί, Αμερικανοί, Βρετανοί, Γάλλοι κλπ, υπονομεύοντας την ελληνική οικονομία και βάζοντας την σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο δρόμο περαιτέρω μείωσης της ανάπτυξης και αύξησης της ανεργίας, με στόχο την άμεση μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, στη χειρότερη χρονική στιγμή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου